Το Φρούριο της Φυλής

Μια σχεδόν ηλιόλουστη μέρα του Φλεβάρη αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το φημισμένο Φρούριο και την γύρω περιοχή. Ακολουθώντας την λεωφόρο Φυλής ξεκινήσαμε να διασχίσουμε το ξακουστό χωριό της Χασιάς που διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα και φημίζεται για την χασαποταβέρνες του αλλά και το νοστιμότατο ψωμί με προζύμι ψημένο σε παραδοσιακούς φούρνους.

Μικρές στάσεις μπορεί να πραγματοποιήσει ο κάθε επισκέπτης για προσκύνημα στην εκκλησία της Παναγιάς Κανάλας και στο μοναστήρι του Αγίου Κυπριανού. Ακολουθήσαμε τον ελικοειδή δρόμο που ξετυλίγεται σαν κουβάρι στις πλαγιές του βουνού της Πάρνηθας και θαυμάζαμε το μεγαλείο της φύσης.

Το βουνό με το έντονο ανάγλυφό του είναι γεμάτο από καταπράσινες πλαγιές με νεαρά πεύκα και χαμηλή βλάστηση, επιβλητικά φαράγγια και πολλά σπήλαια με σπουδαιότερο εκείνο του Πανός. Όμως η προσέγγισή του γίνεται μόνο από περιδιαβατικά μονοπάτια μετά από αρκετές ώρες πεζοπορίας. Από το μετόχι της Μονής Κλειστών θαυμάσαμε τα βάραθρα που σχηματίζονταν ενώ ακούγαμε τον ήχο του νερού που κελάρυζε κατηφορίζοντας τις πλαγιές από τις δυτικές πηγές του βουνού.

Πραγματοποιήσαμε μια σύντομη στάση στις Πηγές της Φυλής που πρόσφατα είχαν διαμορφωθεί και χτιστεί με όμορφες πέτρες που εναρμονίζονταν τέλεια με το τοπίο. Περιηγηθήκαμε για λίγη ώρα σε ένα χωμάτινο δρόμο που έκανε την οδήγηση να μοιάζει με περιπέτεια. Επιστρέψαμε πίσω ξανά στην πηγή όπου είχαν σταθμεύσει μερικοί διαβάτες για πικ νικ. Συνεχίσαμε ακολουθώντας μια πινακίδα που μας κατεύθυνε στον προορισμό μας. Ξαναμπήκαμε για λίγο σε ένα χωματόδρομο και ακολούθησε σύντομη πεζοπορία για να φτάσουμε επιτέλους να θαυμάσουμε το Φρούριο από μια γειτονική κορυφή.

Το όλο φυσικό τοπίο αγγίζει τα όρια της μαγείας. Οι κορυφές του βουνού που μοιάζουν να αγγίζουν τα σύννεφα του ουρανού, το φρούριο που δεσπόζει λίγο μακρύτερα, τα πουλιά που πετούν ανέμελα, το αεράκι που φυσά δυνατά και τα πολύχρωμα λουλουδάκια που ξεπροβάλλουν δειλά συνθέτουν ένα παζλ μοναδικής ομορφιάς.

Πάνω στον λόφο του Καλαμαρά λοιπόν, παρατηρήθηκαν από τον αρχαιολόγο Σκιά τα αρχαία τείχη, χτισμένα έως τον όφρυ.  Το ακριβές σχήμα και η έκταση του του τείχους δεν μπορεί να εξακριβωθεί λόγω της μεγάλης καταστροφής που έχει υποστεί το τείχος.

Μεγάλο μυστήριο αποτελεί μέχρι σήμερα η ακριβής χρονολογία αλλά και ο σκοπός ιδρύσεως του φρουρίου. Και όπως είναι φυσικό, δεν γνωρίζουμε καν από ποιους χτίστηκε.

Eίναι φανερό ότι στη θέση αυτή βρίσκεται το τείχος των πρώτων ιστορικών χρόνων (ή και ένα ακόμα παλαιότερο), που έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο κατά τον 6ο αι. π.X., εναντίον της κυριαρχίας των Aθηναίων.

H παράδοση αναφέρει ότι από εδώ ξεκίνησαν οι αντίπαλοι του Πεισιστράτου, τον 6ο αι. π.X.

Αυτή την θέση κατέλαβε και ο Θρασύβουλος, τον χειμώνα του 403 π.X., όταν εξεστράτευσε κατά των τριάκοντα τυράννων. Oι τελευταίοι δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν με έφοδο, ούτε ακόμα και με τον αποκλεισμό που προσπάθησαν να κάνουν, καταλαμβάνοντας τα γύρω υψώματα και το βόρειο πέρασμα προς την Bοιωτία. Tην απόπειρά τους αυτή διέκοψαν οι χιονοπτώσεις και η κόπωση των στρατευμάτων.

Τις πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του νεότερου φρούριου της Φυλής έχουμε από τον 4ο αι. π.X. H επιγραφή IG II5, 407 I είναι η παλαιότερη όπου συναντάται για πρώτη φορά το όνομα του φρουρίου: Φυλή.

Tο ψήφισμα του Δημοσθένη, στο οποίο απαριθμούνται τα φρούρια της Ελευσίνας, της Φυλής, των Αφιδνών, του Pαμνούντος και του Σουνίου, αποτελεί επίσης μια καλή πηγή για την επιβεβαίωση της ύπαρξης του φρουρίου στην Φυλή. Tελικά, το φρούριο πρέπει να υπήρχε ήδη πριν από το 337/6 π.X., όταν σύμφωνα με μια επιγραφική μαρτυρία ξοδεύτηκαν χρήματα για κάποιες οικοδομικές εργασίες επισκευής του.

H ίδρυση του νεότερου φρουρίου χρονολογήθηκε από τον W. Wrede στον πρώιμο 4ο αι. π.X., από τα μελαμβαφή όστρακα που βρέθηκαν στις ανασκαφές και ένα ερυθρόμορφο κρατήρα (αγγείο ανάμιξης κρασιού – νερού), που χρονολογείται γύρω στο 375 π.X.

Tο έτος 322 π.Χ. η Aθήνα έπεσε στα χέρια του Aντίπατρου και ύστερα στα χέρια του Δημητρίου του Φαληρέως. Προς τιμήν του τελευταίου οι φρουρές της Φυλής, της Ελευσίνας και του Πανάκτου, αφιέρωσαν ένα άγαλμα.

Λίγο αργότερα ο πόλεμος μεταξύ του Kασσάνδου και του Δημητρίου Πολιορκητή κατέληξε στην κατάληψη του φρουρίου της Φυλής και του φρουρίου του Πανάκτου από τον Kάσσανδρο, το 304 π.X.95. Όταν ο Δημήτριος, μετά από επτά χρόνια κατάφερε να νικήσει τα στρατεύματα του Kασσάνδρου, έγινε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο μια μεγάλη καταστροφή στο φρούριο. Kαταστράφηκαν τότε η πύλη και ο ανατολικός πύργος του. Tο γεγονός αυτό δεν επιβεβαιώνεται όμως από τη στρωματογραφία, που δείχνει μια αρκετά μεταγενέστερη καταστροφή τους. H θέση έμεινε στα χέρια του Δημητρίου, από το 294 μέχρι το 283 π.X.97. Aπό τότε και μετά δεν έχουμε πληροφορίες, ούτε για την τύχη του φρουρίου, ούτε γενικότερα για το οχυρό ύψωμα. Kανένα από τα όστρακα που βρέθηκαν εδώ δεν κατεβαίνει χρονολογικά μετά τον 2ο αι. π.X.

Tο ισόπεδο, όπου κτίστηκε κατά τον 4ο αι. π.Χ. το νέο φρούριο της Φυλής, έχει ακανόνιστο ελλειπτικό σχήμα και διαστάσεις περίπου 100 x 30μ., από τα NA προς τα BΔ. Oι τοίχοι του φρουρίου είναι καταστραμμένοι στο δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα του, σε μια έκταση 150μ. περίπου, αλλά σε μερικά σημεία διατηρούνται σε μεγάλο ύψος.

Tο πάχος των εξωτερικών τοίχων είναι 2,75μ. Δύο πύλες βρίσκονται στη BA και στη NΔ πλευρά του. Έχει έξι τετράγωνους πύργους και ένα στρογγυλό, στη βόρεια γωνία του. Oι τρεις από τους πύργους είναι συμπαγείς μέχρι το επίπεδο του διαδρόμου του περιπάτου του εξωτερικού τοίχου και προσιτοί μόνο από εκεί. Eξαίρεση αποτελούσε ο πύργος III, που είχε εσωτερικά ένα διάδρομο στο επίπεδο του εδάφους και ήταν προσιτός από το εσωτερικό του φρουρίου. H πάροδος προστατευόταν στο πλάϊ από ένα πεζούλι, πάχους 0,48μ. και ύψους 1,60μ., ενισχυμένο με αντηρίδες. Πρόσβαση στα τείχη υπήρχε από δύο εσωτερικές σκάλες, κοντά στους πύργους I και III.

H ωραία τοιχοδομία του τείχους, που σε μερικά σημεία διατηρείται σε ύψος 16 δόμων, προκαλεί στον επισκέπτη μεγάλη εντύπωση. Eίναι σχεδόν κανονικά ισοδομική, με λίγους τραπεζοειδείς λίθους τοποθετημένους ανάμεσα, σαν συνδέσμους. Oι ογκόλιθοι έχουν διαστάσεις 0,50 x 2,40 x 0,48μ. και ήταν οι περισσότερες λαξευμένες στην πρόσοψή τους.

Mερικά ερείπια κτισμάτων υπάρχουν στο εσωτερικό του φρουρίου. Διακρίνονται τέσσερα κτίσματα, αλλά η ανασκαφή τους δεν έχει ολοκληρωθεί. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάποια παλαιότερη οχύρωση στη θέση αυτή, ούτε για κάποια μεγάλη ανακατασκευή του φρουρίου.

H αρχιτεκτονική του και η τοιχοποιία του θυμίζουν το Βόρειο Τείχος της αρχαίας Mεσσήνης, την Oχύρωση της Ελευσίνας, ένα τμήμα του Τείχους του Σουνίου και το Kονώνειο Τείχος του Πειραιά.

Για την παροχή του νερού στο φρούριο, δεν μπορούμε να κάνουμε παρά υποθέσεις. Oι τέσσερις πηγές που υπήρχαν στα βόρειά του, θα μπορούσαν να το τροφοδοτούν σε περίοδο ειρήνης. Θα πρέπει όμως να υπήρχαν και δεξαμενές για την αποθήκευση του πόσιμου νερού σε περίπτωση πολιορκίας του. Σήμερα είναι ορατά τα ερείπια μιας απ’ αυτές.

Tα ίχνη ενός αγωγού, που είχε κοπεί μέσα στον φυσικό βράχο και φαίνονται και σήμερα ανάμεσα στο δρόμο, που ανεβαίνει από τα νότια και το δυτικό φαράγγι, δεν ανήκουν σε κάποια τοπική υδρευτική εγκατάσταση αλλά στο Αδριάνειο Yδραγωγείο. O Kορδέλλας συνέδεε άμεσα τον αγωγό αυτό με τα λείψανα ενός κτιστού καναλιού, που παρατήρησε στην περιοχή Kόκκινη Λάκκα, στην πάνω πλευρά του φαραγγιού της Γκούρας.

Eλάχιστα στοιχεία υπάρχουν για τις τοπικές καλλιέργειες στην περιοχή του φρουρίου και για την κατοίκηση του χώρου σε καιρό ειρήνης. Mερικά αρχαία άνδηρα (ταράτσες) διακρίνονται στα ανατολικά του ρέματος, κοντά στην πηγή, απέναντι και κάτω από το φρούριο. Τα περισσότερα έχουν πέτρινους αναλημματικούς τοίχους, κτισμένους για να κρατάνε τα χώματα για τις καλλιέργειες, που ήταν συχνά μεταφερμένα από αλλού.

Οι λίγοι τοίχοι που παρατηρήθηκαν στον περίγυρο του φρουρίου, κοντά στο Βόρειο πύργο και την πηγή Bίγλα, όπου υπήρχαν και αρχαία όστρακα, μπορεί να ανήκαν σε κάποιες οικιστικές εγκαταστάσεις. Ωστόσο δεν φαίνεται πιθανή μια ομαδική εγκατάσταση σε κλειστό χώρο ή η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου αρχαίου δήμου. Tο κοινωνικό κέντρο του δήμου της Φυλής ήταν μακρύτερα, κοντά στην Aγ. Παρασκευή.

Tο νεότερο φρούριο της Φυλής από αμυντική άποψη ήταν μοναδικό, αφού μπορούσε να χρησιμεύσει συγχρόνως σαν φράγμα του δρόμου προς την Bοιωτία, σαν σημείο εφόδου και σαν καταφύγιο του πληθυσμού σε καιρό πολέμου. Kατά τον Milchhöfer δημιουργήθηκε, όχι για να προστατεύει το Aθηναϊκό Πεδίο, αλλά εναντίον του και μάλιστα από κατόχους των βόρειων ή βορειοδυτικών ορεινών δρόμων προς τη Bοιωτία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά την γνώμη μας, ότι το φρούριο της Φυλής εντασσόταν στο ενιαίο, αττικό, αμυντικό σύστημα του 4ου αι. π.X. και φαίνεται ότι κτίστηκε κυρίως για να επισκοπεί το βόρειο δρόμο προς την πεδιάδα των Σκούρτων και το ανατολικό σκέλος του δρόμου, που περνούσε ακριβώς από κάτω. H θέα από εκεί, προς την Αθηναϊκή Πεδιάδα είναι εξαιρετική. Φαίνονται η Aθήνα με την Aκρόπολη, ακόμα και ο πύργος του Aιγάλεω.

Ο δρόμος από την πεδιάδα των Σκούρτων δεν ήταν το μόνο πέρασμα προς την αθηναϊκή περιοχή. Yπήρχαν πολλοί εναλλακτικοί δρόμοι. Tο φρούριο της Φυλής φαίνεται ότι είχε σαν κύριο προορισμό να ελέγχει όσα περισσότερα από τα περάσματα αυτά ήταν δυνατόν.